- πετεινόμυαλος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει μυαλό πετεινού, ανόητος, μικρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + μυαλό (πρβλ. κοκκορό-μυαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετεινόμυαλος — η, ο ανόητος, άμυαλος, κοκορόμυαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πετεινοκαύκαλος — η, ο, Ν ο πετεινόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετεινός + καύκαλο (πρβλ. χοντρο καύκαλος)] … Dictionary of Greek